Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιερά βιβλία

  • 1 βιβλίο

    βιβλίο το
    книга
    ιερά βιβλία τα священные книги – книги Ветхого и Нового Завета, богослужебные книги
    Этим.
    < дргр. βιβλίον < βυβλίον — по имени финикийского города Βύβλου, где производили папи рус. Название Βύβλος – симитского происхождения, от евр. Gebal «район, граница»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > βιβλίο

  • 2 священный

    επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•

    - ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•

    -ая утварь ιερά σκεύη•

    -ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•

    священный долг ιερό καθήκο•

    -ая обязанность ιερή υποχρέωση.

    εκφρ.
    ,ая история – ιερή ιστορία.

    Большой русско-греческий словарь > священный

  • 3 βίβλος

    βίβλος, ου, ἡ (Aeschyl., Hdt.+; also s. Preisigke, Fachwörter) ‘book’, later esp. ‘sacred, venerable book’ (Pla., Rep. 364e; Lucian, Philops. 12, M. Peregr. 11; Ps.-Lucian, Amor. 44; Celsus 1, 16; PParis 19, 1; POxy 470, 24; PGM 3, 424 ἱερὰ βίβλος, 13, 15 Ἑρμῆς ἐν ἑαυτοῦ ἱερᾷ βύβλῳ [=βίβλῳ], lines 231, 232f; EpArist 316; L’Ànnée Épigraphique 1977, ’81, no. 840, 12 [III A.D.]; SibOr 3, 425).
    a specific composition or class of composition, book (β. τῆς διαθήκης Did., Gen. 121, 23) β. Μωϋσέως (1 Esdr 5:48; 7:6, 9) Mk 12:26; β. λόγων (cp. Tob 1:1) Ἠσαί̈ου Lk 3:4; β. ψαλμῶν (subscription of Psalter in Sahidic version: ARahlfs, Psalmi cum Odis ’31, 340; β. τῶν ψ. Orig., C. Cels. 4, 49, 39) 20:42; Ac 1:20. Gener. β. τῶν προφητῶν 7:42.—Pl. PtK 4 p. 15, 30; β. ἱεραί (Diod S 1, 70, 9; 34+35 Fgm. 1, 4 [in the latter passage of the sacred scriptures of the Jews]; Ael. Aristid. 45, 29 K.=8 p. 95 D.; OGI 56, 70; 2 Macc 8:23; Philo; Jos., Ant. 2, 347; 3, 81; 105; Orig., C. Cels. 4, 17, 14—sg. in PGM s. above) 1 Cl 43:1. Of books of magic (Ps.-Phoc. 149; PGM 13, 739; s. Field, Notes 129; so βιβλία Celsus 6, 40) Ac 19:19 (cp. Dssm., Baudissin Festschr. 1917, 121–24).—RAC II 664–731; BHHW I 276–79.—β. γενέσεως Ἰησοῦ Χ. Mt 1:1 s. γένεσις 3 and Goodsp., Probs. 9f; EKrentz, The Extent of Matthew’s Prologue, JBL 83, ’64, 409–14.
    a book of accounts, record-book, esp. β. τῆς ζωῆς book of life Phil 4:3; Rv 3:5 (cp. Ex 32:32f; JosAs 15:3); 13:8 v.l.; 20:15. Pl. Hv 1, 3, 2. More exactly β. ζώντων 1 Cl 53:4; Hs 2:9; judgment will be rendered on the basis of books. See Bousset, Rel.3 258; BMeissner, Babylonien u. Assyrien II 1925, 124ff; LRuhl, De Mortuorum Judicio 1903, 68, 101ff; WSattler, ZNW 21, 1922, 43–53; LKoep, D. himmlische Buch in Antike u. Christentum, ’52.—Straub 34. DELG s.v. βύβλος. M-M. New Docs 2, 84. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > βίβλος

См. также в других словарях:

  • Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… …   Dictionary of Greek

  • Ορφικά — Ιερά βιβλία, που πιστευόταν πως περιείχαν θείες αποκαλύψεις. Αποδίδονται στον Oρφέα (βλ. λ.), αλλά στην πραγματικότητα έχουν γραφεί από συγγραφείς διαφόρων χρόνων. Τα ιερά αυτά βιβλία περιείχαν δογματικά διατυπωμένες διδασκαλίες, καθώς και ύμνους …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… …   Dictionary of Greek

  • δονατισμός — Χριστιανική κίνηση που αναπτύχθηκε στις αρχές του 4ου αι. στην Αφρική, μετά τον μεγάλο διωγμό των χριστιανών την εποχή του Διοκλητιανού. Δημιουργήθηκε για να εναντιωθεί στην υποχωρητική στάση απέναντι στις πολιτικές αρχές, την οποία συνιστούσε ο… …   Dictionary of Greek

  • ζενδικός — ή, ό φρ. «ζενδική γλώσσα» ή «Ζεντ Αβέστα» η αβεστική* γλώσσα, αρχαιότατη ιρανική γλώσσα στην οποία έχουν γραφεί τα ιερά βιβλία τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Zend, ονομασία περσικής δυναστείας] …   Dictionary of Greek

  • θεοτικός — ή και ιά, ό [θεότητα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό, που προέρχεται από αυτόν («θεοτικιά φωνή») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοτικό δυστύχημα που προέρχεται από τον θεό 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιληπτική σημασία) τα θεοτικά εικόνες… …   Dictionary of Greek

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

  • λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… …   Dictionary of Greek

  • πουράνα — η, Ν καθένα από τα 18 κατά παράδοση ιερά βιβλία τού ινδουισμού που εκδόθηκαν από τον 4ο ώς τον 8ο αιώνα και που αποτελούν την ινδουιστική Βίβλο για τους απλούς ανθρώπους, σε διάκριση με τις Βέδες, που ήταν προσιτές μόνο στους μυημένους άνδρες τών …   Dictionary of Greek

  • τρισκέλιο — το / τρισκέλιον, ΝΜ, και τρισκέλι Ν [τρίσκελος] εκκλ. φορητό αναλόγιο, πάνω στο οποίο τοποθετείται η εικόνα τού εορταζόμενου αγίου ή ένα από τα ιερά βιβλία τής Εκκλησίας, συνήθως το ευαγγέλιο, για προσκύνησή του από τους πιστούς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»